Ο Μάνος Βυνιχάκης εξηγεί πώς είναι να ζεις μόνιμα σε ένα τροχόσπιτο στη Γαύδο
Από την Κέλλυ Φαναριώτη
Ήταν 26χρονών όταν για πρώτη φορά πάτησε το πόδι του στη Γαύδο ή αλλιώς, το νησί της απομόνωσης και της ελευθερίας. Η άγρια ομορφιά, οι παρθένες παραλίες και το αίσθημα πληρότητας που του χάριζε η επαφή με την ανέγγιχτη φύση, καθιέρωσαν έκτοτε το νησί ως τον μόνιμο προορισμό του κάθε καλοκαίρι.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Μάνος Βυνιχάκης αποφάσισε τον περασμένο Ιούνιο να αφήσει πίσω του την έντονη κοινωνική και επαγγελματική ζωή, την επιτυχημένη σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο καριέρα του στο χώρο του μακιγιάζ, τις ανέσεις που απολάμβανε στην πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί μαζί με το αγαπημένο του τετράποδο σε ένα τροχόσπιτο, στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης.
«Αγόρασα μετά από πολύ κόπο ένα μικρό χωράφι και εν συνεχεία το τροχόσπιτο. Ήταν όνειρο ζωής για εμένα να ζω εδώ, στο αγαπημένο μου νησί, επάνω σε τέσσερις ρόδες. Νιώθω τόσο ευγνώμων που κατάφερα να το υλοποιήσω», μου λέει ενθουσιασμένος από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Πλέον, οι μέρες του δεν ξεκινούν με απανωτά επαγγελματικά ραντεβού στην πολύβουη πρωτεύουσα, αλλά με μια υπέροχη ανατολή που έχει την – για εμάς, τους κατοίκους των πόλεων – πολυτέλεια να βλέπει από το παράθυρο του τροχόσπιτου.
«Ξυπνάω αρκετά νωρίς, βγαίνω στο κτήμα να φτιάξω το τσάι μου και αγναντεύω το όμορφο τοπίο. Μου αρέσει τόσο πολύ η φύση. Στη συνέχεια θα κάνω δουλειές στο χωράφι αν χρειαστεί, θα σκάψω και θα περιποιηθώ το κτήμα. Θα πάω βόλτα με το σκυλί μου στα πανέμορφα μονοπάτια της Γαύδου και μετά θα μαγειρέψω και θα βρεθώ με φίλους. Στη συνέχεια θα δουλέψω μέσω διαδικτύου και το απόγευμα αν ο καιρός το επιτρέψει, θα κολυμπήσω», λέει και προσθέτει: « Έχω πολύ καλή επικοινωνία με τους γείτονές μου, μόνιμοι κάτοικοι του νησιού που επίσης επέλεξαν να ζήσουν σε τροχόσπιτο. Υπάρχει μια δοτικότητα εδώ που δεν συναντούμε στην Αθήνα και τις μεγαλουπόλεις γενικότερα. Για παράδειγμα θα φτιάξει ζεστό ψωμί ο διπλανός μου και θα μου προσφέρει, ή θα μου δώσει χόρτα από το μποστάνι, γάλα από τις κατσίκες του και πολλές φορές τρώμε όλοι μαζί».
Ωστόσο, ο πάντα χαμογελαστός και πρόσχαρος Μάνος, για κάποιους δεν είναι επιθυμητός στο νησί, είναι ο «ξενομπάτης», όπως τον αποκαλούν ορισμένοι. Ενδεικτικό της αδιαφορίας που επιδεικνύει η τοπική αυτοδιοίκηση ως προς την εγκατάσταση νέων κατοίκων στο νησί, είναι η πεισματική άρνηση να του δώσουν άδεια χρήσης νερού. Ο ίδιος εξυπηρετείται από το γείτονά του, από τον οποίο παίρνει νερό και γεμίζει μια δεξαμενή για να εξυπηρετείται. Μάλιστα, για το ζήτημα αυτό συνεκλήθη δημοτικό συμβούλιο, όπου 11 από τους 13 συμμετέχοντες ψήφισαν υπέρ της υδροδότησης του κτήματος που είναι στην κατοχή του. Παρόλα αυτά, έναν σχεδόν χρόνο μετά, ο Μάνος Βυνιχάκης εξαρτάται από το φιλότιμο και την καλοσύνη των γειτόνων του.
«Το νησί ερημώνει, του χρόνου θα κλείσει το σχολείο, θα φύγει και η τελευταία οικογένεια με παιδιά, αλλά, δυστυχώς, η δήμαρχος δε θέλει να εγκαθίστανται νέοι κάτοικοι. Το μόνο που θέλουν να κάνουν εδώ είναι τουριστικές εγκαταστάσεις για να επικρατεί το αδιαχώρητο το καλοκαίρι και το χειμώνα να ζουν μόνο λίγοι ηλικιωμένοι που είναι και αβοήθητοι. Θα έπρεπε ένα δοθούν κίνητρα ώστε το χειμώνα τα ακριτικά αυτά νησιά να έχουν ζωή. Αν για παράδειγμα ήταν κι άλλες δύο οικογένειες εδώ, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δημιουργηθούν και θέσεις εργασίας. Δεν έχουμε κρεοπωλείο, κουρείο, ΚΕΠ, φαρμακείο. Όταν όμως η τοπική αυτοδιοίκηση βάζει εμπόδια ακόμη και στο νερό, ένα κατεξοχήν κοινωνικό αγαθό, όλα αυτά δε μπορούν να επιτευχθούν. Η απογοήτευσή μου όταν έφτασα εκεί, όταν υλοποίησα δηλαδή ένα όνειρο τόσων ετών και μου είπαν ότι δε θα έχω νερό, ήταν τεράστια. Ένιωσα σα να πήραν το όνειρό μου και να το πέταξαν στα σκουπίδια. Δεν ζήτησα κάτι προνομιακό, ζήτησα αυτό που έχει ο διπλανός μου και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι».
Ο ίδιος ενημέρωσε πρόσφατα για το θέμα τον Περιφερειάρχη Κρήτης κ.Σταύρο Αρναουτάκη, ο οποίος ανταποκρίθηκε άμεσα και δεσμεύθηκε πως τις επόμενες ημέρες θα μιλήσει με τη δήμαρχο της Γαύδου για τη διευθέτηση του προβλήματος.
«Παρακαλάμε να μην πάθουμε τίποτα»
Εκτός από το ζήτημα του νερού, ένα εξίσου σοβαρό θέμα που απασχολεί τους κατοίκους του νησιού, είναι η έλλειψη γιατρού. Το υποτυπώδες ιατρικό κέντρο με τον αγροτικό γιατρό δεν αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες των ντόπιων, οι οποίοι, αναγκάζονται να μεταβούν στην Κρήτη ή την Αθήνα εάν παραστεί ανάγκη.
«Μου δημιουργεί ανασφάλεια αυτό αλλά η αγάπη μου για τον τόπο αυτό, την υπερνικά. Το να ξυπνάς μέσα στη φύση και ανοίγοντας τα μάτια σου να βλέπεις την απεραντοσύνη της, είναι ανεκτίμητο για εμένα. Αν κάποιος πάθει οτιδήποτε εδώ, ειδοποιείται πρώτα ο δήμος, οι άνθρωποι του οποίου κρίνουν – χωρίς να είναι γιατροί- την αναγκαιότητα της εκάστοτε περίπτωσης και εν συνεχεία καλείται σκάφος του λιμενικού αν ο καιρός το επιτρέψει ή ελικόπτερο. Παρακαλάμε να μη μας συμβεί κάτι σοβαρό», σημειώνει.
Κάτι ακόμη που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στο απομακρυσμένο αυτό νησί ο Μάνος Βυνιχάκης, είναι η έλλειψη βασικών αγαθών όταν η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη. «Όπως σε όλα τα ακριτικά νησιά, περιμένουμε το καϊκι για τα είδη πρώτης ανάγκης και τα φάρμακά μας. Υπάρχουν δυσκολίες και πρέπει η Πολιτεία να ασχοληθεί περισσότερο προκειμένου αυτά τα μέρη να κατοικούνται και το χειμώνα».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, θέλησε να μοιραστεί μια έντονη στιγμή πληρότητας που βίωσε ένα πρωινό στον άγονο αυτό τόπο, όταν άνοιξε την πόρτα του τροχόσπιτου, βγήκε έξω και αναπνέοντας τον καθαρό αέρα, έβλεπε όλα όσα ονειρεύτηκε να έχουν πραγματοποιηθεί.
«Ήταν ένα απερίγραπτο συναίσθημα κι αμέσως σκέφτηκα πως αν είχα και νερό, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Γι’ αυτό δεν το βάζω κάτω και επιμένω. Προσμένω σε μια ‘’αγκαλιά’’ και μια άλλη αντιμετώπιση που θα μου επιτρέψει να αγγίξω αυτή την ευτυχία».
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.