Καραντίνα και λοιμοκαθαρτήρια στον ελλαδικό χώρο

Από την Κέλλυ Φαναριώτη 

«Εις τα αρχάς κεφαλαλγία, οφθαλμοί στίλβοντες, γλώσσα κόκκινη εις την άκρην και λευκή εις την μέση, νάρκωσις, ενίοτε μεγάλη, ενίοτε μικροτέρα, άμεσος εμφάνισις βουβώνων, πότε ενός, και πότε δύο ομού, σχεδόν πάντοτε εμετός. Επομένως, αν η νόσος διαρκούσε, ηκολούθη πόνος δυνατός εις την κοιλίαν, γλώσσα πολλά κοκκίνη και ξηρά, δίψα, πρόσωπον κόκκινον. Τέλος, παράλήρησις και συχνότερα εις ύπνον καταφορά, οι βουβώνες αφανίζονται, θάνατος».

Με τα παραπάνω λόγια το 1837 ο αρχίατρος του ελληνικού κράτους περιγράφει τα συμπτώματα που παρουσίασαν οι προσβεβλημένοι από πανώλη κατά την τελευταία επιδημία που έπληξε το νεότευκτο βασίλειο.  Οι πάσχοντες ή τα πιθανά κρούσματα έμπαιναν σε χώρους απομόνωσης, τα λεγόμενα λοιμοκαθαρτήρια, τα οποία δημιουργήθηκαν για το σκοπό αυτό στον ελλαδικό χώρο από το 1456. Αργότερα, με την οριστικοποίηση των συνόρων του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους ιδρύονται μια σειρά από λοιμοκαθαρτήρια, κυρίως σε σημαντικά λιμάνια αλλά και χερσαίες πόλεις στα σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Πρόκειται για ένα είδος «υγειονομικής αστυνομίας» όπου πραγματοποιούταν κάθαρση ανθρώπων, ζώων και εμπορευμάτων που προέρχονταν από περιοχές που είχε ξεσπάσει κάποια επιδημία ή περιοχές ύποπτες για ύπαρξη μεταδοτικών ασθενειών.

Κάτοψη του λοιμοκαθαρτηρίου της Αίγινας. Πηγή: Παπανικολάου – Κρίστενσεν Α.

Όπως μου εξηγεί  ο υποψήφιος διδάκτωρ νεότερης ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιάννης Γονατίδης, οι άνθρωποι απομονώνονταν και «καθαρίζονταν» μέσω του αερισμού των παλιών τους ρούχων υπό την επιτήρηση ενός φύλακα. Τα εμπορεύματα εκτίθονταν στον αέρα, τα ζώα πλένονταν, ενώ τα γράμματα ανοίγονταν και, όπως κάθε γραπτό, καπνίζονταν με θειάφι.

«Φυσικά εάν κάποιος άνθρωπος ή εμπόρευμα προερχόταν από περιοχή που είχε ξεσπάσει μολυσματική νόσος, τότε περιοριζόταν κατευθείαν στο λοιμοκαθαρτήριο. Με την ολοκλήρωση της λοιμοκάθαρσης, οι ταξιδιώτες λάμβαναν πιστοποιητικό που βεβαίωνε πως υποβλήθηκαν σε καραντίνα και σημειωνόταν η ημερομηνία εισόδου και εξόδου από το λοιμοκαθαρτήριο, καθώς και τα ποσά που πλήρωσαν για «δικαιώματα» κάθαρσης.

Έτος Πόλη Χρονικό Διάστημα Επιδημίας Θανόντες Ασθενείς Θνημότητα
1831 Κίμωλος Αρχές Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 27 29 0,93
1850 Κεφαλονιά Ιούλιος-Νοέμβριος 992 1858 0,53
1854 Πειραιάς 4 Ιουλίου-22 Αυγούστου 99 175 0,56
1854 Αθήνα Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1000
1854 Σύρος 500
1854 Μύκονος “εντός ολίγων ημερών” 29 39 0,74
1855 Ζάκυνθος 25 Σεπτεμβρίου-15 Δεκεμβρίου 611 1082 0,56
1855 Κεφαλονιά 7 Οκτωβρίου 1855-12 Ιανουαρίου 1856 79 174 0,45
1855 Κέρκυρα 23 Σεπτεμβρίου-21 Δεκεμβρίου 480 884 0,54
1855 Αιτωλικό-Αγρίνιο Δεν σημειώνεται στην πηγή 456 794 0,57

Πηγές για τον πίνακα: (i) Χρήστος Λούκος, “Επιδημία και Κοινωνία. Η χολέρα στην Ερμούπολη της Σύρου (1854)” (ii) Μαρία Κορασίδου, Όταν η αρρώστια απειλεί. Επιτήρηση και έλεγχος της υγείας του πληθυσμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (iii) Κώστας Κόμης, Χολέρα και λοιμοκαθαρτήρια (19ος – 20ος αιώνας). Το παράδειγμα της Σαμιοπούλας”

Τα πρώτα λοιμοκαθαρτήρια

Τα πρώτα λοιμοκαθαρτήρια στον ελληνικό χώρο ιδρύθηκαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, στο Ηράκλειο το 1456 και στη συνέχεια στα Χανιά, το Ρέθυμνο, τη Σητεία και την Ιεράπετρα στις αρχές του 17ου αιώνα ενώ η  βενετική διοίκηση ιδρύει λοιμοκαθαρτήρια και στα Επτάνησα.

«Οι διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις και προσαρτήσεις της Ελλάδας, μεταβάλουν διαρκώς το δίκτυο λοιμοκαθαρτηρίων. Λοιμοκαθαρτήρια ιδρύονται, ενεργοποιούνται και καταργούνται με Βασιλικά Διατάγματα που εκδίδονταν ανάλογα με την πληροφόρηση που υπάρχει για την εμφάνιση μολυσματικής νόσου σε κάποια περιοχή.  Σ’ αυτή την συνθήκη οφείλεται και το γεγονός πως δεν έχουν διασωθεί παρά σε μικρό βαθμό οι εγκαταστάσεις των λοιμοκαθαρτηρίων», σημειώνει ο δρ. Γονατίδης εξηγώντας πως η διάρκεια της καραντίνας που επιβάλλεται στα σύνορα του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα κυμαίνεται, ανάλογα με περιοχή από την οποία προέρχονται άνθρωποι και εμπορεύματα.«Για τους ανθρώπους μπορούσε να φτάσει τις 28 ημέρες και για τα εμπορεύματα έως και τις 40 μέρες», προσθέτει.

Το 1841 ολοκληρώνεται η κατασκευή του λοιμοκαθαρτηρίου στη Σύρο, το μεγαλύτερο του τότε ελληνικού κράτους. Ωστόσο, στα δημοσιεύματα του Τύπου αναδεικνύονται συχνά οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης των νοσούντων, όπως για παράδειγμα η έντονη μυρωδιά στα δωμάτια λόγω των αποπάτων, η εισδοχή βροχής,  η κακή ποιότητα τροφίμων καθώς και η αισχροκέρδεια στα προϊόντα πώλησης.

Δημοσίευμα από την εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, του 1903.

Ταξικές διαφορές στους χώρους εγκλεισμού

Στα Απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού διαβάζουμε μεταξύ άλλων την εμπειρία του από τον εγκλεισμό του στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, γνωστό και ως «νησί του διαβόλου» ή «Σπιναλόνγκα του Πειραιά». Ο εύπορος τραπεζίτης βρέθηκε σε καραντίνα στη νησίδα που βρίσκεται μεταξύ Περάματος και Σαλαμίνας και τα όσα γράφει σε έναν φίλο του είναι αποκαλυπτικά των ταξικών διαφορών που υπήρχαν ακόμη και στους χώρους εγκλεισμού.

«[…]Ούτος ενήργησε και τω παρεχωρήθησαν εις την ερημόνησον Αγιος Γεώργιος παρά την Σαλαμίνα, ωρισμένην διά καθάρσεις, δύο ισόγεια δωμάτια (ο Θεός να τα κάμη δωμάτια), τα οποία ενοικίασα και μετέφερε εκεί έπιπλα πρώτης ανάγκης, οίον κλίνας, τραπέζας, καθίσματα, μαγειρικά σκεύη κ.λπ., ακόμη και τάπητας, εν γένει ολόκληρον ”σπιτικόν” οικογενείας μεσαίας τάξεως, και μοι ανήγγειλεν ότι όλα είναι έτοιμα. Αμέσως ανεχώρησα δια Πειραιά παραλαβών μετ’ εμού τον μάγειρόν μου, τον θαλαμηπόλον μου και τον αμαξηλάτην μου μετά τεσσάρων ίππων και τριών αμαξών. Άνθρωπο και ζώα έπρεπεν, εννοείται, να υποστώμενη την κάθαρσιν […]».

Όπως εξηγεί ο Γιαννης Γονατίδης, τα ταξικά ζητήματα στους χώρους απομόνωσης και εγκλεισμού ήταν έντονα διότι ο κάθε ταξιδιώτης όφειλε να καταβάλει ένα ποσό, γνωστό και ως «δικαίωμα κάθαρσης», κάτι που οι φτωχοί ταξιδιώτες αδυνατούσαν να κάνουν.

«Επιπλέον, τα έξοδα διαβίωσης εντός του λοιμοκαθαρτηρίου ήταν υψηλά και  οι αδύναμες κοινωνικο – οικονομικές ομάδες δεν τα κατέχουν, ενώ πολύ συχνά υπήρξαν καταγγελίες για αισχροκέρδεια επί της τιμής των βασικών ειδών διατροφής, όπως για παράδειγμα στο ψωμί. Όλα αυτά οδήγησαν συχνά σε αιτήματα προς το Υπουργείο Εσωτερικών να καλύψει το κόστος κάθαρσης και διαβίωσης των φτωχών ομάδων», λέει προσθέτοντας πως οι περισσότεροι εύποροι είχαν τη δυνατότητα ακόμη και να χρηματίσουν το προσωπικό προκειμένου να μείνουν λιγότερο εκεί.  «Η πολιτική δύναμη που είχαν ορισμένα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα διπλωμάτες ξένων κρατών, να παρακάμπτουν πλήρως τη διαδικασία της καραντίνας, εντάσσεται στο πλαίσιο των ταξικών διαφορών», συμπληρώνει.

Όψεις του λοιμοκαθαρτηρίου Κέρκυρας

Διαχρονική η κερδοσκοπία σε καιρούς επιδημίας

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, ήρθαν στο «φως» της δημοσιότητας ουκ ολίγα περιστατικά αισχροκέρδειας σε είδη πρώτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του Covid-19, όπως μάσκες και αντισηπτικά που έφτασαν να πωλούνται σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και έναντι εκατοντάδων ευρώ.  Όπως εξηγεί ο κ. Γονατίδης, το φαινόμενο αυτό ήταν έντονα και κατά τη διάρκεια παλαιότερων επιδημιών.

«Η επιβολή καραντίνας ανθρώπων και εμπορευμάτων ωθεί στην αύξηση του λαθρεμπορίου. Το λαθρεμπόριο αναπτύσσεται γιατί, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που επικρατεί η επιδημία σε κάποια περιοχή παρατηρείται έλλειψη κάποιον προϊόντων και κατ’ επέκταση αύξηση της τιμής τους. Επομένως, εκεί εντοπίζεται η ευκαιρία για μεγαλύτερο κέρδος», λέει.

Εκτός όμως από τα λοιμακαθαρτήρια, σε περιόδους επιδημιών δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που επέλεγαν να… «πάρουν τα βουνά» προκειμένου να γλιτώσουν, μια δυνατότητα  βέβαια που δινόταν μόνο σε όσους διέθεταν κάρα για να φύγουν, δηλαδή τους αστούς. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες και οι φορές που οι κάτοικοι μιας «χτυπημένης» από μια ασθένεια πόλης, μετέβαιναν σε κοντινές περιοχές χωρίς ωστόσο να είναι καλοδεχούμενοι από τους ντόπιους. Σύμφωνα με τον δρ. Γονατίδη, υπήρχε γενικότερα μια αντίληψη πως η ασθένεια ερχόταν απ’ έξω και κάθε φορά που κάποιος επιχειρούσε να εγκατασταθεί κάπου αλλού, αντιμετωπιζόταν ως κίνδυνος. Ένας ακόμη λόγος που οι νεοφερμένοι ήταν ανεπιθύμητοι, ήταν ο φόβος εξάντλησης των προμηθειών.

Ερευνητικό πρόγραμμα θα ρίξει φως σε μια σκοτεινή περίοδο

Αξίζει να σημειωθεί πως τον επόμενο μήνα θα ξεκινήσει το ερευνητικό πρόγραμμα «Γεωγραφία της επιτήρησης. Λοιμοκαθαρτήρια και υγειονομεία στο ελληνικό κράτος, 1821-1923» που θα υλοποιηθεί στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (Ρέθυμνο) υπό την επιστημονική επίβλεψη της αναπληρώτριας καθηγήτριας ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας 19ου – 20ού αιώνα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, Λήδας Παπαστεφανάκη και με την συνεργασία της υποψήφιας διδάκτόρισσας νεότερης ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, Μαρίας Παππά και του υπ. διδάκτορα νεότερης ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιάννη Γονατίδη στο πλαίσιο του έργου «Υποστήριξη νέων ερευνητών με έμφαση στους νέους ερευνητές» του Επιχειρησιακού προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση».

Τα αποτελέσματα του ερευνητικού έργου αναμένεται να εμπλουτίσουν τις γνώσεις μας για την ιστορία των λοιμοκαθαρτηρίων, της καραντίνας και των επιδημιών στο ελληνικό κράτος κατά την περίοδο 1821-1923, ζητήματα για τα οποία μέχρι στιγμής δεν διαθέτουμε μια συνολική μελέτη.

*Κεντρική εικόνα: Η δημιουργία του λοιμοκαθαρτηρίου στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1980