...ιστορίες που αξίζει να διαδοθούν!

Δυστύχημα Helios : “Έχασα γονείς και αδέρφια και δε με στήριξε κανείς”

Από την Κέλλυ Φαναριώτη

Ήταν ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του 2005 όταν η θερινή ραστώνη της παραμονής του δεκαπενταύγουστου διαταράχθηκε από τα έκτακτα δελτία ειδήσεων και τις σειρήνες της πυροσβεστικής. Το αεροσκάφος της Helios Airways που απογειώθηκε το ίδιο πρωί από Λάρνακα με προορισμό την Πράγα κι ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα, συνετρίβη στο Γραμματικό κόβοντας το νήμα της ζωής 121 ανθρώπων, όσων δηλαδή επέβαιναν στο αεροπλάνο.
Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν λίγα λεπτά αργότερα, τόσο για τους συγγενείς που προσπαθούσαν να μάθουν αν οι δικοί τους άνθρωποι βρίσκονταν στη μοιραία πτήση όσο και για τους άνδρες της ΕΜΑΚ που έκαναν την περισυλλογή των νεκρών, θα μπορούσαν να είναι βγαλμένες από αρχαία τραγωδία. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν ενώ δεν ήταν λίγα τα παιδιά που ορφάνεψαν και από τους δύο γονείς. Ανάμεσά τους και ο 30χρονος σήμερα Ανδρέας Ευριπίδου που πριν δύο ημέρες συγκλόνισε ολόκληρο τον ελληνισμό με την επιστολή που έστειλε προς τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Αναστασιάδη στην οποία και εξηγούσε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει από την αναλγησία του κράτους.

Η μητέρα, ο πατέρας και οι δύο αδερφές του επέβαιναν στο μοιραίο αεροσκάφος και ο λόγος που ο ίδιος δεν βρισκόταν μαζί τους, ήταν διότι υπηρετούσε μόλις για ένα μήνα τη θητεία του στο στρατό και δεν μπορούσε να φύγει. Το περίεργο αυτό παιχνίδι της μοίρας που έμελλε να του χαρίσει τη ζωή αλλά να του στερήσει όλα τα μέλη της οικογένειάς του, δεν ήταν εύκολο να το διαχειριστεί. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για εκείνον και, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, η κατάσταση παραμένει ίδια, ίσως και χειρότερη.
Όπως μου λέει, τα όσα ανέφερε στην επιστολή του προς τον κ. Αναστασιάδη, είναι όλα αλήθεια και δεν κρύβουν καμιά απολύτως δόση υπερβολής. «Τόσα χρόνια δε μιλούσα, πίστευα ότι θα μπορούσα να ανταπεξέλθω μόνος μου στις δυσκολίες που αντιμετώπιζα αλλά πλέον έχω φτάσει στο αμήν. Για να σπάω τη σιωπή μου μετά από τόσο καιρό, φανταστείτε σε τι κατάσταση είμαι», λέει χαρακτηριστικά.
Ο Ανδρέας αυτή την περίοδο είναι άνεργος μιας και παραιτήθηκε από το μπαρ όπου δούλευε τα τελευταία χρόνια. Πλέον αναζητά κάποια δουλειά που να μη σχετίζεται με τη νύχτα, και, σύμφωνα με όσα μας είπε, σκοπεύει να συνεχίσει τον αγώνα του προκειμένου να πάρει από τις αποζημιώσεις που δικαιούται για το θάνατο των δικών του ανθρώπων.

«Όπως αναφέρω και στην επιστολή έχω σοβαρό οικονομικό πρόβλημα και πολλές μέρες έχω ζήσει χωρίς ρεύμα και νερό. Όποιος δε με πιστεύει μπορεί να ζητήσει τους αναλυτικούς πίνακες από την κάθε υπηρεσία και να δει πόσες φορές και για πόσο χρονικό διάστημα ζούσα έτσι», τονίζει.

Η στιγμή που θα μπορούσε να πει κανείς πως το ποτήρι ξεχείλισε, είναι όταν ενημερώθηκε από την τράπεζα πως έχασε τα χρήματα της αποζημίωσης για τον τραγικό χαμό των τεσσάρων μελών της οικογένειάς του, παρά το γεγονός πως τα κεφάλαια αυτά εμφανίζονταν ως εγγυημένα.
«Όταν έγινε το δυστύχημα, ήμουν 19 χρονών και η τράπεζα μου πρότεινε να προχωρήσω σ’ένα σχέδιο με τη χρήση χρεογράφων και να πάρω τα χρήματά μου σε ηλικία 27- 28 ετών που θα είχα ωριμάσει», δηλώνει και προσθέτει: «Συμφώνησα λοιπόν να μείνουν τα χρήματα κλειδωμένα για λίγα χρόνια. Ωστόσο, κάποια μέρα, με κάλεσε υπάλληλος της τράπεζας και με ενημέρωσε πως τα χρήματά μου έγιναν μετοχές, η τιμή των οποίων έπεσε από το ένα ευρώ στο ένα σεντ! Μιλάμε για ολοκληρωτική καταστροφή».
Μετά την επιστολή που πήρε μεγάλες διαστάσεις, ήρθε σε επικοινωνία με το γραφείο του κ. Αναστασιάδη, συνάδελφοι του οποίου τον ενημέρωσαν πως στα μέσα του ερχόμενου μήνα θα συναντηθεί μαζί του για να συζητήσουν το θέμα κατ’ιδίαν.
«Είμαι πιο αποφασισμένος από ποτέ και θα πολεμήσω ώσπου να δικαιωθώ», μου είπε από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου με σχεδόν κατηγορηματικό τόνο.
Στόχος του είναι να μπορέσει επιτέλους να φτιάξει τη ζωή του, να παντρευτεί με την κοπέλα που αρραβωνιάστηκε τον περασμένο Δεκέμβρη και να κάνουν οικογένεια.
Ο Ανδρέας όλα αυτά τα χρόνια ζει στο σπίτι της οικογένειάς του, εκεί όπου παλιότερα έπαιζε με τις μικρότερες αδερφές του. Πόσο εύκολο ήταν όμως για εκείνον να γυρίζει κάθε βράδυ σ’ένα σπίτι που έσφυζε από ζωή αλλά ξαφνικά δεν τον περιμένει κανείς; «Δε μπορώ να εκφράσω με λόγια το συναίσθημα αυτό. Φανταστείτε πως υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκα να αλλάξω την εσωτερική διακόσμηση, όχι για να ξεχάσω την οικογένειά μου αλλά για να κάνω με αυτόν τον τρόπο μια μικρή νέα αρχή. Όμως καμιά απ’όλες τις φορές δεν μπόρεσα να το κάνω. Όλα παραμένουν όπως τα άφησαν, ακόμη και οι καρέκλες είναι όλες στη θέση τους, όπως τις είχαν οι γονείς μου τόσα χρόνια πριν», καταλήγει.

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Privacy & Cookies Policy