...ιστορίες που αξίζει να διαδοθούν!

Επτά γυναίκες βγάζουν στη φορά τα άπλυτα της… αγίας ελληνικής οικογένειας

«Το θέατρο είναι τόσο ατελείωτα συναρπαστικό επειδή είναι τόσο τυχαίο. Μοιάζει τόσο πολύ με τη ζωή». Άρθουρ Μίλερ

Από την Κέλλυ Φαναριώτη 

 

Μια χαραμάδα ελπίδας μέσα στο ζοφερό σκηνικό της βίας που απλώνεται τελευταία σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης καθημερινότητας, αποτελεί η παράσταση «Το Μαράκι Έκλασε». Επτά νέες γυναίκες, καθισμένες σε σχολικές καρέκλες διηγούνται με τρόπο που αφοπλίζει και τον πλέον αδιάφορο θεατή, πέντε διαφορετικές ιστορίες τρόμου, από αυτές που διαβάζουμε σε πηχυαίους τίτλους εφημερίδων και νομίζουμε πως είναι τόσο μακριά από εμάς. Κι όμως, μπορεί να τις βιώνει ο ένοικος του διπλανού διαμερίσματος, ο συνάδελφος που κάθεται απέναντί μας στο γραφείο, ο κολλητός μας φίλος που για το δικό του λόγο ντρέπεται να μοιραστεί τη δική του αλήθεια.

Η ιδέα για την παράσταση «γεννήθηκε» μέσα σε ένα λεωφορείο των ΚΤΕΛ με προορισμό τη Ναύπακτο, όπου η Γιώτα Σερεμέτη που σκηνοθετεί και παίζει στην παράσταση, έκανε εικόνα μια μπαλαρίνα να χορεύει… ζεϊμπέκικο.

«Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε η συγγραφέας Λένα Κιτσοπούλου. Διάβασα μετά από κάποιες ημέρες και τις τρεις σειρές των διηγημάτων της, βρήκα ιστορίες που με συγκίνησαν βαθιά, που με άγγιξαν, και πρότεινα σε φίλες και συναδέλφισσες να τις διαβάσουν», μου λέει η ίδια κατά τη διάρκεια κουβέντας μας στο Φάουστ, όπου κάθε Δευτέρα και Τρίτη ανεβαίνει η παράσταση.

Οι μήνες πέρασαν, το πρώτο lockdown ανέβαλε για λίγο τα σχέδιά τους και έπειτα ήρθε το δεύτερο, στη διάρκεια του οποίου οι αποκαλύψεις για ψυχολογική και σωματική κακοποίηση στο χώρο του θέατρου, και όχι μόνο, πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Το ελληνικό metoo ήταν πλέον γεγονός και η ομάδα των επτά κοριτσιών, γνωστή και ως Seven Sisters, συνειδητοποίησε πόσο τρομακτικά επίκαιρη έγινε η παράσταση που προετοίμαζε τον τελευταίο χρόνο.

«Η συγκυρία ήταν τυχαία. Σκοπός μας ήταν να επικοινωνήσουμε επάνω στην σκηνή κάποιες ιστορίες που σε καθεμιά από εμάς λένε κάτι. Από τις έξι φορές που έχουμε παίξει την παράσταση, διαπιστώνουμε ότι και οι πέντε ιστορίες αγγίζουν και τους θεατές», σημειώνει και θυμάται το σχόλιο μιας θεάτριας που την συγκίνησε ιδιαίτερα. «Έγραψε μια κοπέλα ότι φεύγοντας από την παράστασή μας, ήταν έτοιμη να μιλήσει και για δικές της αλήθειες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμάς, αν έστω κι ένας άνθρωπος βοηθηθεί, θα είναι τεράστιο κέρδος».

Κάτι το οποίο αντιλαμβάνονται οι παριστάμενοι καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, είναι η παντελής απουσία της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας στο λόγο. Οι διάλογοι χαρακτηρίζονται από ωμότητα και, όπως μου εξηγεί η σκηνοθέτις, ήταν επιλογή της να μην αλλάξουν καθόλου τα κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου.

«Μικρύναμε απλά κάποιες ιστορίες για οικονομία χρόνου. Δεν αφαιρέσαμε λέξεις που ίσως σε κάποιους θα φαίνονταν χυδαίες, υβριστικές ή προκλητικές. Ο τρόπος που γράφει η Λένα Κιτσοπούλου ‘’κούμπωσε’’ με την ανάγκη μας να πούμε κάποια πράγματα έξω από τα δόντια. Κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν πλέον έτσι όπως ακριβώς είναι», λέει κατηγορηματικά η Γιώτα Σερεμέτη.

Πράγματι, από την αρχή έως το τέλος της παράστασης, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την αμεσότητα, την αλήθεια και την ειλικρίνεια των ηθοποιών. Προτού καν ξεκινήσουν να διηγούνται τις ιστορίες, η Γιώτα παίρνει το λόγο και, απευθυνόμενη στους θεατές, συστήνει την ομάδα και εξηγεί ότι ενδέχεται η ίδια ή οι υπόλοιπες κοπέλες να ξεχάσουν τα λόγια τους. Για το λόγο αυτό, επάνω στη σκηνή και όχι σε κάποιο αθέατο σημείο, όπως συμβαίνει συνήθως, βρίσκεται μια υποβολέας.

«Είναι το μεγαλύτερο άγχος ενός ηθοποιού το να ξεχάσει τα λόγια του. Γιατί να το κρύψουμε από τους θεατές; Μας λούζει κρύος ιδρώτας κάθε φορά που έρχεται η σειρά μας να μιλήσουμε και δε θυμόμαστε τις λέξεις. Αυτή είναι η αλήθεια μας», υπογραμμίζει με ειλικρίνεια.

 

Ποια είναι, όμως, για έναν καλλιτέχνη η αίσθηση του να εκτίθεται επάνω στη σκηνή απέναντι σε ένα κοινό που οι εκφράσεις του κρύβονται πίσω από τη μάσκα;

«Είναι στιγμές που δεν ξέρουμε αν χαμογελούν, αν περνούν καλά, αν βαριούνται. Κι εκεί που γίνεται ακόμη πιο έντονο αυτό το παράξενο συναίσθημα, είναι στο φινάλε. Όταν την ώρα που υποκλινόμαστε, τους βλέπουμε να χειροκροτούν αλλά δε μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα περισσότερο», απαντά η Γιώτα Σερεμέτη.

Στόχος της είναι η παράσταση να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη και τα πολλαπλά μηνύματα που προκύπτουν από τη θέασή της να βοηθήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Το θέατρο, όπως λέει, είναι ένας δύσκολος χώρος που δεν παρέχει κανενός είδους εργασιακή και οικονομική ασφάλεια. Συνάμα, είναι κατά την ίδια ένας χώρος ελευθερίας, δημιουργικότητας και έκφρασης, όπου τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές.

«Εκτιμώ ότι οι καταγγελίες των τελευταίων μηνών και η προφυλάκιση σκηνοθετών με την κατηγορία του βιασμού, είναι ό,τι πιο ριζοσπαστικό έχει γίνει στο ελληνικό θέατρο. Έχουν αλλάξει πολλά και το βλέπω γύρω μου. Δεν πια Ok να σε προσβάλει κάποιος, να σε βρίζει, να απλώνει το χέρι του. Για χρόνια το είχαμε κανονικοποιήσει τέτοιες συμπεριφορές. Η πατριαρχία κυλά σε τέτοιο βαθμό στο αίμα μας, που συχνά εθελοτυφλούσαμε και λέγαμε “εντάξει δεν έγινε και τίποτα αν μας είπε κάποιος μια κουβέντα παραπάνω ή αν μας ρίχτηκε”. Δεν είναι έτσι όμως. Έχω ακούσει ανθρώπους να λένε ότι φτάσαμε πλέον στο άλλο άκρο. Αλλά ίσως χρειάζεται κι αυτό ώστε στο τέλος να έρθει κάποια στιγμή μια ισορροπία. Έχουμε υποστεί αιώνες πατριαρχίας. Είμαι τρομερά χαρούμενη με αυτό που συμβαίνει», λέει και καταλήγει, με μια σύσταση προς τον καθένα ξεχωριστά να επικοινωνήσει τη δική του αλήθεια.

 

Στην παράσταση συμμετέχουν οι: Χριστίνα Ανδρεάκου, Ελένη Γκιούρα, Άρτεμις Δούρου, Μαρία Σαρέλη, Γιώτα Σερεμέτη, Βάνα Σλέιμαν και ηΛυδία Τσάτσου Παρασκευοπούλου

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 20.00 στο  Faust Bar Theatre Arts: Καλαμιώτου 11 (δίπλα στην πλατεία Αγίας Ειρήνης)

Τηλέφωνο: 210 3234096

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Privacy & Cookies Policy