Η ατρόμητη «Μπουμπουλίνα» της Κινάρου
Από την Κέλλυ Φαναριώτη
«Φοβάμαι πως αν κλείσω τα μάτια μου το νησί θα το πάρουν οι Τούρκοι. Ο Ερντογάν άλλωστε κατά το παρελθόν είχε δηλώσει πως η Κίναρος προορίζεται για χώρο λατρείας». Με τα παραπάνω λόγια η 74χρονη κυρα-Ρηνιώ, η μοναδική κάτοικος στη βραχονησίδα Κίναρο που παλεύει καθημερινά για την επιβίωσή της αλλά και για τη διατήρηση της ελληνικότητας της περιοχής, χτυπά το καμπανάκι του κινδύνου για την πραγματική επιδίωξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που δεν είναι άλλη από την καταπάτηση της εθνικής μας κυριαρχίας μέσω διεύρυνσης της επιρροής του Ερντογάν στο Αιγαίο.
Η γειτονική χώρα άλλωστε εποφθαλμιά τις εσχατιές της χώρας ήδη από το 2013, όταν στο τουρκικό Κοινοβούλιο ο βουλευτής Γιουσούφ Χαλάτσογλου αναφέρθηκε σε 16 νησιά και βραχονησίδες -ανάμεσά τους και η Κίναρος- κάνοντας λόγο για «παράνομη κατάληψή τους από την Ελλάδα».
«Δεν έχω νιώσει ποτέ απειλή. Παρά το γεγονός πως ζω σε ένα μέρος πάνω από το οποίο τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη κάνουν συχνά πτήσεις, δεν τρομάζω. Μόνο αν πεθάνω δεν ξέρω τι θα γίνει» αναφέρει χαρακτηριστικά η κυρία Κατσοτούρχη.
Ζώντας αποκομμένη από τον σύγχρονο πολιτισμό τα τελευταία 19 χρόνια, αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει τον απόκρημνο τόπο όπου μεγάλωσε. Μένει σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που παλιότερα λειτουργούσε ως καφενείο για τους διερχόμενους ψαράδες ο πατέρας της, ξυπνά κάθε πρωί στις τέσσερις και με το πρώτο φως της ημέρας ανεβαίνει στο μικρό εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη του «θαυματουργού», όπως τον αποκαλεί, και υψώνει την ελληνική σημαία.
Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας φροντίζει με αφοσίωση τα ζώα της αλλά και το μνημείο που στήθηκε στο νησί για τους τρεις ήρωες του Πολεμικού Ναυτικού που έπεσαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντος προς την πατρίδα.
Όπως λέει, το πρωινό της 11ης Φεβρουαρίου 2016 ήταν το χειρότερο της ζωής της, όχι μόνο επειδή ήρθε αντιμέτωπη με τα άψυχα κορμιά των τριών αξιωματικών αλλά και λόγω των τραγικών ωρών που ακολούθησαν, όταν οι γονείς των νεκρών έφτασαν στο νησί.
«Μου αρέσει η μοναξιά, αλλά με ξέχασε η Ελλάδα»
«Μου αρέσει η μοναξιά, τη συνήθισα» απαντά η ερημίτισσα του Αιγαίου σε ερώτηση για το πώς είναι να ζει κανείς στη μέση τού πουθενά μη έχοντας κανέναν για συντροφιά και μάλιστα σε μια κρίσιμη ηλικία. Οι μοναδικές ίσως φορές που νιώθει φόβο είναι οι μέρες της κακοκαιρίας κατά τη διάρκεια του χειμώνα. «Οταν ο καιρός χαλάει, δεν έχω ρεύμα. Κι εδώ τα χέρια μου είναι δεμένα χωρίς ρεύμα. Ούτε ψυγείο, ούτε κουζίνα θα έχω. Εξαρτώμαι από αυτό» συμπληρώνει.
Οι ανάγκες της καλύπτονται μία φορά την εβδομάδα από ένα επιδοτούμενο καΐκι από την Αμοργό, ωστόσο όταν η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη μπορεί να περάσουν μέχρι και 20 μέρες. «Βάζω ψωμί στην κατάψυξη κι έτσι δεν μένω ποτέ χωρίς φαγητό» λέει, επισημαίνοντας πως το ελληνικό κράτος την έχει ξεχάσει.
«Όταν πριν από τρία χρόνια έπεσε το ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού και πέθαναν τρεις άνθρωποι, ήρθαν στην Κίναρο κάποιοι πολιτικοί, οι οποίοι μου έλεγαν πόσο καλά κάνω και μένω εδώ διότι διαφορετικά το σημείο θα ήταν γκρίζα ζώνη. Έκτοτε δεν ξαναρώτησε κανείς αν ζω ή πέθανα, πώς επιβιώνω ή τι προβλήματα καλούμαι να αντιμετωπίσω σε καθημερινή βάση».
Μάλιστα, όταν πριν από περίπου έναν μήνα άκουσε στην τηλεόραση ότι ενδέχεται να μεταφερθούν πρόσφυγες και μετανάστες στα «ξερονήσια του Αιγαίου», ταράχτηκε. Οχι τόσο διότι δεν θέλει τους ανθρώπους αυτούς αλλά κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι στην περιοχή δεν υπάρχει απολύτως τίποτα γι’ αυτούς.
«Δεν έχουμε δομές εδώ, ακόμη και το νερό το παίρνω από μια στέρνα. Δεν έχω τίποτα μαζί τους, άλλωστε κι εγώ στα 23 μου πήγα στην Αυστραλία ως μετανάστρια και τώρα είναι ο ένας μου γιος εκεί» λέει και καταλήγει: «Το δωματιάκι που μένω είναι ετοιμόρροπο. Ας ασχοληθούν πρώτα μαζί μου οι πολιτικοί και μετά ας λύσουν το Μεταναστευτικό».
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.