...ιστορίες που αξίζει να διαδοθούν!

Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ BOB GARDNER

Από την Κέλλυ Φαναριώτη

Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που θα ζήλευε ακόμη και ο πιο πετυχημένος σκηνοθέτης του Χόλυγουντ, συνδέονται οι ζωές δύο μέχρι πρότινος άγνωστων ανθρώπων: του αμερικανού Bob Gardner και της νεαρής Στέλλας Κυριακοπούλου.

Οι δρόμοι του 70χρονου φιλέλληνα και της νεαρής σκηνοθέτιδας, συναντήθηκαν πριν δύο περίπου χρόνια, όταν η δεύτερη αποφάσισε να σκηνοθετήσει μια μαύρη κωμωδία όπου ένας τυφλός άνδρας θα επισκεπτόταν τον Παρθενώνα. Κάνοντας μια πρόχειρη διαδικτυακή έρευνα για την πρόσβαση ατόμων με αναπηρία σε αρχαιολογικούς χώρους, έπεσε πάνω σε ένα άρθρο του Bob όπου περιέγραφε την εμπειρία του από την επίσκεψή του στην Ακρόπολη της Αθήνας.

Αυτό ήταν! Έκτοτε οι δυο τους γνωρίστηκαν και η Στέλλα κατέγραψε και μετέφερε την ιστορία του Bob στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία με τίτλο “Bob goes to Parthenon” βραβεύτηκε διεθνώς και προβλήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

O Bob Gardner και η Στέλλα Κυριακοπούλου
Η ιστορία

Η αγάπη του Bob για την Ελλάδα ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια σε ένα χωριό του Ιλινόις όπου δούλευε ως μηχανικός. Ο ελληνικής καταγωγής συνάδελφός του, του κέντρισε το ενδιαφέρον για την χώρα μας και κάπως έτσι ξεκίνησε να διαβάζει ελληνική ιστορία. Το μνημείο του Παρθενώνα ήταν εκείνο που τον εντυπωσίαζε πιο πολύ απ’όλα και είχε θέσει ως στόχο ζωής να τον επισκεφθεί κάποια στιγμή. Όταν μετά από χρόνια συνταξιοδοτήθηκε και ήρθε με τη σύζυγό του την Ελλάδα, είχε χάσει την όρασή του και η πρόσβαση στην Ακρόπολη δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Ενώ ανέβαινε γεμάτος ενθουσιασμό τον ιερό βράχο, άκουσε κάποια στιγμή τη σύζυγό του να του λέει πως είχαν φθάσει στο τέλος της διαδρομής και τα όρια του αρχαιολογικού χώρου δεν του επέτρεπαν να προχωρήσει. Γυρνώντας στην Αμερική αποφάσισε να στείλει e- mails σε διάφορες ελληνικές υπηρεσίες εξηγώντας τους πως είναι τυφλός και πως θα ήθελε να του επιτραπεί η είσοδος στο μνημείο ώστε να μπορέσει να αγγίξει τα μάρμαρα.

Η επιθυμία του εισακούστηκε και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου το όνειρό του τελικά πραγματοποιήθηκε . «Την πρώτη φορά απογοητεύτηκα, δεν κατάλαβα τίποτα, ήταν σα να βρισκόμουν στην αυλή του σπιτιού μου. Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ανθρώπους που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να καταφέρω να μπω στον Παρθενώνα», δηλώνει στο screeneye.net ο κ. Gardner και συνεχίζει: «πριν χάσω την όρασή μου, είχα δει πολλές φωτογραφίες από το μνημείο αυτό και τις κρατούσα μέσα μου ζωντανές. Όταν λοιπόν διέσχιζα τον Παρθενώνα με την ξεναγό μου, την κα. Δέσποινα Τσολάκη, ένιωθα ιδιαίτερα περήφανος παρόλο που είμαι αμερικανός και όχι έλληνας».

Το δέος και η συγκίνηση της συγκεκριμένης μέρας έχουν μείνει χαραγμένα στο μυαλό του και όπως λέει, πρόκειται για μια εμπειρία που δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ. «Περπατούσα σε ένα από τα πιο σπουδαία μνημεία του κόσμου για το οποίο διάβαζα από παλιά. Σκεφτόμουν όλους αυτούς τους ανθρώπους που βρισκόταν εδώ πριν 2.500 χρόνια. Έφερνα στο νου μου τον Περικλή και όσους πέρασαν από εκεί που ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή. Ρωμαίοι, Σταυροφοόροι, Ενετοί και πολλοί άλλοι, σε διάφορες στιγμές της ιστορίας έκαναν έντονη την παρουσία τους εκεί», αναφέρει.

Ταινία

Με πολλές δόσεις τύχης, η ιστορία του Bob έγινε ταινία από την Στέλλα, όπου ψάχνοντας “ψήλους στ’ άχυρα” έπεσε κυριολεκτικά πάνω του. Η νεαρή σκηνοθέτιδα τον επισκέφτηκε στο Ιλινόις των ΗΠΑ και του εξήγησε την ιδέα που συνέλαβε προτού μάθει την ιστορία του. Εκείνος ενθουσιάστηκε για την ελληνική της καταγωγή αλλά και για τις συμπτώσεις της μοίρας.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν λίγες ημέρες αργότερα και η ιστορία του Bob «ταξίδεψε» σε πολλές ευρωπαϊκές και όχι μόνο πρωτεύουσες. «Σε καμία περίπτωση δεν περίμενα αυτή την ανταπόκριση. Αρχικά δεν ήθελα να κάνω την ταινία. Αποτελούσε μέρος της εργασίας μου και ήταν περισσότερο υποχρέωση παρά ευχαρίστηση για εμένα» δηλώνει η Στέλλα τονίζοντας πως όλα άλλαξαν όταν γνώρισε από κοντά τον Bob. «Γίναμε αμέσως φίλοι και τα γυρίσματα ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Συνέβησαν πολλά όμορφα πράγματα κατά τύχη μέσα από τα οποία γνώρισα έναν υπέροχο άνθρωπο», μας λέει.

Φιλότιμο

Το «Bob goes to Parthenon» αναδεικνύει μεταξύ άλλων το θρυλούμενο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, το φιλότιμο. Η ανιδιοτελής βοήθεια της ξεναγού, του επικεφαλής αναστήλωσης του Παρθενώνα και μιας υπαλλήλου της αμερικάνικης πρεσβείας στην Αθήνα, αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο επειδή του επέτρεψε την είσοδο στο μνημείο, αλλά κυρίως επειδή του έδωσε αυτοπεποίθηση. « Ο Bob δεν γεννήθηκε τυφλός και δεν είχε εξοικειωθεί με το λευκό του μπαστούνι. Ένιωθε άσχημα κάθε φορά που χρειαζόταν να κυκλοφορήσει έξω ενώ φοβόταν να πάρει μόνος του το λεωφορείο. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατάφερε να υλοποιήσει κάτι τόσο σπουδαίο, τον έκανε να νιώθει ανεξάρτητος και μόλις επέστρεψε στην Αμερική παρακολούθησε κάποια σεμινάρια για τυφλούς που τον βοήθησαν να ζει με περισσότερη άνεση και ελευθερία», καταλήγει.

Δημοσιεύθηκε στο screeneye.net

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Privacy & Cookies Policy