...ιστορίες που αξίζει να διαδοθούν!

Ένα χωριό Ινδιάνων στην καρδιά της Πιερίας

Από την Κέλλυ Φαναριώτη

Βγαλμένο μέσα από τις κλασσικές αμερικάνικες ταινίες της δεκαετίας του 60’, το «Μάνιτου», είναι το μόνο χωριό ινδιάνων σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Ευρώπη. Σε έναν χώρο έκτασης περίπου 2,5 στρεμμάτων μέσα στο καστανοδάσος της Πιερίας, ενάμιση χιλιόμετρο έξω από το Ελατοχώρι, έχει δημιουργηθεί ένα χωριό που αναπαριστά την ζωή των ερυθρόδερμων, με τις σκηνές, τα άλογα και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον κόσμο να τους λατρέψει.Εμπνευστής είναι ένας 60χρονος πρώην ναυτικός, ο Τζόνυ ή κατά κόσμον, Γιάννης Τουλιαρής, ο οποίος από μικρός λάτρευε τον μεγάλο αυτό πολιτισμό και είχε σαν όνειρό του κάποια στιγμή να τον αντιγράψει.

 Όλα ξεκίνησαν όταν σε ηλικία 8 ετών σαγηνεύτηκε από ένα μηχάνημα που έπαιζε μικρά φιλμάκια. Έκανε οικονομίες για τρία ολόκληρα χρόνια, μάζεψε 32 δραχμές και αγόρασε τη συσκευή μαζί με μια ταινία για ινδιάνους. Αυτό ήτανε! Η ζωή του Τζόνυ άλλαξε για πάντα, καθώς τότε ήταν που όπως λέει, αντιλήφθηκε ότι υπάρχει και ένας κόσμος αλλιώτικος από τον δικό μας που ήθελε να ανακαλύψει. «Ο μόνος τρόπος για να ταξιδέψω και να γνωρίσω από κοντά τους ινδιάνους ήταν να μπαρκάρω στα καράβια. Γι’ αυτό έπρεπε να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Τα κατάφερα και ταξίδεψα πολύ. Όταν πήγα πρώτη φορά να ταξιδέψω με ρώτησαν: “Tι θέλει ένα παιδί εδώ;’ Τους απάντησα πως είμαι μάγειρας και πως θέλω να πάω στους ινδιάνους. Με κοίταξαν περίεργα τότε, αλλά δεν με ενδιέφερε γιατί αυτό που είχε σημασία για μένα ήταν να ανακαλύψω τον πολιτισμό τους. Έτσι ξεκίνησα τα ταξίδια», μου λέει και προσθέτει: «ταξίδεψα πολύ για τριάντα ολόκληρα χρόνια και έζησα για αρκετούς μήνες σε καταυλισμούς ινδιάνικων φυλών σε χώρες όπως το Περού και το Μεξικό. Στα 45 μου αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα και να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, δημιουργώντας το ινδιάνικο χωριό».

Όντας πλέον 60 χρονών, ο Τζόνυ έχει σταματήσει τα ταξίδια και περνά μια ζωή αλλιώτικη από τις άλλες, μακριά από τον θόρυβο της πόλης, το άγχος και τις σκοτούρες της καθημερινότητας. Στην πραγματικότητα έχει επιλέξει να φτιάξει ένα δικό του κόσμο γεμάτο αρμονία, φύση και ινδιάνους.

«Τώρα ζω στο βουνό εντελώς απλοϊκά και νιώθω ελεύθερος και πλούσιος. Μου πήρε τρία χρόνια να ετοιμάσω το χωριό όπου ο επισκέπτης μπορεί να διανυκτερεύσει εντελώς δωρεάν σε μικρές τρίγωνες ινδιάνικες σκηνές με σόμπες», τονίζει και προσκαλεί όλους όσους επιθυμούν να ξεφύγουν από τη ζούγκλα των μεγάλων πόλεων να επισκεφτούν το Μάνιτου (θεός των ινδιάνων).

Στον «θεό των ινδιάνων», ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα εκτός των άλλων να κάνει ιππασία, τοξοβολία και να απολαύσει βόλτες με το έλκηθρο στη γύρω ορεινή περιοχή. Ακόμη, το μικρό παραδοσιακό μαγαζί όπου η σύζυγος και ο 30χρονος γιος του Τζόνυ μαγειρεύουν, προκειμένου να βγάλει η οικογένεια τα προς το ζην, προσφέρει παραδοσιακά πιάτα από αγνά υλικά στους επισκέπτες. «Είμαστε συνολικά επτά μόνιμοι κάτοικοι που προσπαθούμε να περνάμε όσο καλύτερα γίνεται. Το χειμώνα μαζευόμαστε στο μαγαζί και τα καλοκαίρια ανάβουμε φωτιές στο βουνό, πίνουμε τσίπουρα, τρώμε και τραγουδάμε», επισημαίνει.

Πάντως, στα μάτια του Τζόνυ η σύγχρονη ζωή της πόλης δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προβληματική κατάσταση που προκαλεί μιζέρια και γκρίνια στους ανθρώπους. Όπως λέει, δεν θέλει καν να ακούει για όσα συμβαίνουν έξω από το χωρίο, καθώς του χαλάνε τη διάθεση και είναι έξω και πέρα από τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται. «Έχω ηρεμήσει εδώ, είναι το καταφύγιό μου. Δεν ενημερώνομαι για το τι συμβαίνει έξω δεν με προβληματίζουν αυτά, με κουράζουν και είναι συνειδητή επιλογή. Δεν θέλω να μαθαίνω τις εξελίξεις κι όταν κάποιος προσπαθεί να με ενημερώσει, τον διακόπτω αμέσως διότι ακούω μόνο παράπονα και μιζέρια», υπογραμμίζει.

Την ίδια ώρα η ανταπόκριση του κόσμου στην ιδιαίτερη αυτή προσπάθεια φαίνεται πως ικανοποιεί τον 60χρονο. Σύμφωνα με τον Τζόνυ το καλοκαίρι ο κόσμος αγκαλιάζει το χωριό, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που τον επισκέπτονται άνθρωποι που γνώρισε από διάφορα μέρη ανά τον κόσμο. «Μπορεί να μην μας γνωρίζουν ακόμη πολλοί, αλλά όποιος έρχεται δεν θέλει να ξαναφύγει. Ίσως είναι καλύτερο το ότι φιλοξενούμε λίγες παρέες διότι έτσι έχω κι εγώ τη δυνατότητα να τους περιποιηθώ, να γνωριστούμε και να περάσουμε όμορφες στιγμές μακριά από τα προβλήματα της καθημερινότητας», καταλήγει.

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Privacy & Cookies Policy