Πώς η αδιαφορία της Γαλλίας γιγάντωσε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό
Από την Κέλλυ Φαναριώτη
Την ύπαρξη ενός εκρηκτικού μείγματος αντιθέσεων, πολιτισμικών και θρησκευτικών, μέσα στα «σπλάχνα» της γαλλικής κοινωνίας που οδηγεί, σχεδόν νομοτελειακά, σε σύγκρουση, διαβλέπει η Μαίρη Μπόση, καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του πανεπιστημίου Πειραιά.
Το πρόσφατο περιστατικό στη Νίκαια, όπου Τυνήσιος έσφαξε δύο γυναίκες κι έναν άντρα μέσα σε εκκλησία της περιοχής λίγες μόνο ημέρες μετά τον αποκεφαλισμό του καθηγητή Σαμιέλ Πατί στο Παρίσι, αποτελεί κρίκο στη αλυσίδα των εν ψυχρώ δολοφονιών αθώων πολιτών που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στο όνομα της τζιχάντ. Πρόκειται, όπως αναφέρει η ίδια, για ένα ενδεικτικό παράδειγμα του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού.
«Η Γαλλία θα δεχθεί κι άλλες ανάλογες επιθέσεις. Παρατηρούμε όμως ότι εδώ κι ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, στη χώρα έχει ανεβεί πολύ ο τόνος, έχει αναβαθμιστεί υπέρμετρα ο λαϊκισμός, ο οποίος είναι κακός σύμβουλος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράξεις τρομοκρατίας. Κι αυτό διότι τέτοιες πράξεις εξετάζονται με πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις. Εξετάζεται για παράδειγμα η αιτία, η αφορμή, το αποτέλεσμα, ο χώρος δράσης και το ιστορικό της προηγούμενο», αναφέρει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως στην περίπτωση της Νίκαιας ο δράστης είναι μετανάστης, γεγονός που ενισχύει την ακροδεξιά.
Αρκετοί ήταν οι αναλυτές των διεθνών μέσων ενημέρωσης που έσπευσαν να κατηγορήσουν το Γάλλο πρόεδρο για προκλητική στάση, υποστηρίζοντας πως ο φωτισμός κυβερνητικών κτιρίων με σκίτσα του περιοδικού Charlie Hebdo που σατίριζαν το Μωάμεθ, έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή αθώων ανθρώπων.
«Μια δημοκρατία οφείλει να ανέχεται, να σέβεται και να δέχεται τη διαφορετικότητα, είτε πρόκειται για θρησκεία, είτε πρόκειται για οτιδήποτε άλλο. Αυτό άλλωστε τη διαχωρίζει από μια ολιγαρχία ή απολυταρχία που ούτε δέχεται, ούτε ανέχεται», σημειώνει η καθηγήτρια και προσθέτει: «η σάτιρα σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί φόνους. Όμως, σε εποχές ακραίας ανασφάλειας και αβεβαιότητας, όπως αυτή που διανύουμε, αυξάνεται ο εξτρεμισμός κι είναι εξαιρετικά δύσκολο να τον ελέγξεις όταν φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Βεβαίως και έχουμε ελευθερία του λόγου αλλά θα πρέπει να μπουν όρια ώστε για να μην προσβάλουμε τους ανθρώπους που έχουν δικά τους όρια».
Η ίδια θεωρεί πως η Δύση δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί το φαινόμενο αυτό, η όξυνση του οποίου θα οδηγήσει με τη σειρά του σε περαιτέρω άνοδο της ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό κόσμο και ιδιαίτερα τη Γαλλία.
Η γκετοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου
Ένα από τα στοιχεία που την προβληματίζουν είναι το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των περίπου επτά εκατομμυρίων μουσουλμάνων της Γαλλίας, παραμένει στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, γκετοποιημένο και απόμερο, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον θελκτικό προς τις ακραίες, εξτρεμιστικές και, εν πολλοίς, τρομοκρατικές πράξεις.
«Είναι πολύ μικρός ο αριθμός των μουσουλμάνων που προέρχεται από τις τέως αποικίες της Γαλλίας και έχει ενσωματωθεί στον πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό ιστό της χώρας. Το μεγαλύτερο ποσοστό τους γκετοποιήθηκε, διαχωρίστηκε ενώ παράλληλα παρακολουθούμε και μια αναβάθμιση των πολιτισμικών και θρησκευτικών τους διαφορών», σημειώνει.
Την ίδια ώρα, η αδιαφορία της επίσημης γαλλικής Πολιτείας για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των γκετοποιημένων περιοχών ανά τη χώρα, έχει προκαλέσει συνέπειες στον έλεγχο της θρησκευτικής λειτουργίας των εν λόγω πληθυσμών. Τα περισσότερα τζαμιά, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η καθηγήτρια, χρηματοδοτούνται από μουσουλμανικές χώρες όπως η Τουρκία που κατά το παρελθόν έχει συνεργαστεί με ακραίες εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως ο ISIS.
«Στη Γαλλία έχει παρατηρηθεί ότι το 90% των τζαμιών δεν είναι καταχωρημένο ως θρησκευτικός χώρος λατρείας αλλά ως πολιτιστική οργάνωση, που σημαίνει ότι υπάρχει σημαντική εξωτερική χρηματοδότηση. Τουρκία, Αλγερία, Μαρόκο και πρόσφατα το Κατάρ είναι αυτοί που χρηματοδοτούν με μεγάλα ποσά και μάλιστα είναι κι αυτοί οι οποίοι ορίζουν και τους ιμάμηδες, τους θρησκευτικούς ηγέτες», επισημαίνει, τονίζοντας πως η Γαλλία δεν ενδιαφέρθηκε να ελέγξει νωρίτερα το φαινόμενο αυτό, γεγονός που δημιούργησε πολλές και διαφορετικές τάσεις εντός της, όπως είναι οι σαλαφιστές και οι εξτρεμιστές ισλαμιστές.
«Άλλωστε, σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο έχει καταγραφεί πως τα τζαμιά και οι φυλακές αποτελούν πυρήνες στρατολόγησης. Οι πρώτοι που το έφεραν στη δημόσια συζήτηση επειδή το εντόπισαν, ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι διαπίστωσαν πως μέσα από τις μαντράσες όπου γινόταν η σύλλεξη των νέων κυρίως ανθρώπων, κάποιοι κατέληξαν στον ISIS».
«Η Ελλάδα δεν είναι αλώβητη»
Το ενδεχόμενο να σημειωθούν ανάλογα περιστατικά ωμής βίας και τρομοκρατίας στη χώρα μας είναι, κατά την ίδια, πολύ πιθανό, καθώς οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίησή τους, κάτι που έχει συμβεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
«Έχουμε δει την είσοδο ατόμων μέσα από τις μεταναστευτικές ροές που έχουν περάσει σε χώρες αρχικά ουδέτερες αλλά στη συνέχεια τις χρησιμοποίησαν για να κάνουν πράξεις βίας. Δε μπορώ με τίποτα να αποκλείσω το ενδεχόμενο να σημειωθεί κάτι αντίστοιχο και σε ελληνικό έδαφος, η χώρα δεν είναι αλώβητη. Θέλω να πιστεύω ότι οι ελληνικές αρχές αξιολογούν αυτά που συμβαίνουν και θα γίνει μια προσπάθεια ώστε να μη δει ο τόπος μας αυτού του είδους τη βία. Η τρομοκρατία βέβαια έχει πάντα επιτυχία επειδή χρησιμοποιεί το στοιχείο της έκπληξης, έρχεται δηλαδή εκεί που δεν το περιμένεις».
Η ίδια εκτιμά πως η κατάσταση αυτή θα μπορούσε, ίσως, να έχει αποφευχθεί, μέσα από τη γνώση. Το διαφορετικό, λέει η κ. Μπόση, δεν το απομονώνουμε, δεν το γκετοποιούμε, αλλά, αντιθέτως, το αντιλαμβανόμαστε κι εφόσον ζει στη χώρα μας, φροντίζουμε να το ενσωματώσουμε.
«Αυτό δεν έγινε και πλέον υπάρχουν φανατικοί και από τη μία πλευρά και από την άλλη. Αυτά τα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και να μην έφτανε στο σημείο το γαλλικό κράτος να κατεβάσει στρατό στους δρόμους», καταλήγει.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.