Τα ελληνικά χειροποίητα παπούτσια που “ταξιδεύουν” στον κόσμο
Από την Κέλλυ Φαναριώτη
Η ιστορία των χειροποίητων παπουτσιών «The Workshop» που μέσα στον τρίτο κιόλας χρόνο σαρώνουν σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για χολιγουντιανή ταινία.
Όλα ξεκίνησαν όταν μια μέρα τα δίδυμα αδέρφια, ο Άλεξ και ο Ιάσωνας Χατζηαναστασίου, μαζί με τον αδερφικό τους φίλο Βασίλη Αλαγιάννη, αποφάσισαν να φτιάξουν κάποια ζευγάρια εσπαντρίγιες και να τα δείξουν στους φίλους τους. Άλλωστε, την τεχνογνωσία την ήξεραν μιας κι από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους, βρισκόντουσαν στη βιοτεχνία της οδού Ιωλκού στη Νέα Ιωνία και βοηθούσαν τον πατέρα τους στη δουλειά. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που και ο τρίτος της παρέας, ο Βασίλης συμμετείχε στην παραγωγή μαζεύοντας χρήσιμες εμπειρίες για το μέλλον.
Έτσι, σε μια προσπάθεια να δείξουν τα δημιουργήματά τους σε γνωστούς και φίλους, έφτιαξαν μια σελίδα στο Facebook, χωρίς φυσικά να περιμένουν αυτό που θα ακολουθούσε: Οι πρώτες παραγγελίες ξεκίνησαν σε λίγες μόνο ώρες από φίλους και καθώς περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότερος κόσμος έδειχνε εντυπωσιασμένος από τη δουλειά των τριών παιδιών. Δύο μήνες αργότερα τους προσέγγισε και το πρώτο μαγαζί στην Ελλάδα ζητώντας τους συνεργασία και καθώς ο φόρτος εργασίας αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, οι τρεις νεαροί άνδρες αποφάσισαν να σταματήσουν τις δουλειές που έκαναν και να αφοσιωθούν αποκλειστικά τα παπούτσια «The Workshop».
Επρόκειτο για μια επιλογή με τεράστιο ρίσκο, καθώς ειδικά στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και της ανυπολόγιστης ανεργίας, το να αφήνει κανείς τη δουλειά του, είναι σχεδόν καταστροφικό. Ο Άλεξ όμως αποφάσισε να αφήσει πίσω του τα χρόνια του προγραμματισμού, ο Βασίλης την εταιρία οδοποιίας του πατέρα του και ο Ιάσωνας την ενδυματολογία σε μεγάλη αλυσίδα ρούχων.
ΑΠΗΧΗΣΗ
Ωστόσο και παρά τις όποιες δεύτερες σκέψεις και τις σχετικές ανησυχίες, ο νόμος του ελεύθερου κόσμου που λέει πως μια καλή ιδέα από τους κατάλληλους ανθρώπους, την κατάλληλη στιγμή είναι καταδικασμένη να πετύχει, επιβεβαιώθηκε και σε αυτή τη περίπτωση.
«Δε φανταζόμασταν ποτέ πως οι εσπαντρίγιες που φτιάξαμε ένα απόγευμα θα ήταν η αρχή ενός τόσο συναρπαστικού και δημιουργικού ταξιδιού. Νιώθουμε ιδιαίτερα τυχεροί για ό,τι μας συμβαίνει. Βέβαια δουλεύουμε σκληρά και αρπάξαμε αμέσως τις ευκαιρίες που μας δόθηκαν», μου λένε χαμογελαστοί οι τριαντάχρονοι δημιουργοί. Καθ’όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας στο ειδικό εργαστήρι της βιοτεχνίας που συντηρούν, η ατμόσφαιρα φωτιζόταν από τον τρόπο με τον οποίο έλαμπαν τα μάτια αυτών των τριών νέων παιδιών. Ειδικά κάθε φορά που μιλούσαν για τη δουλειά τους και τα θετικά μηνύματα ανταπόκρισης που λαμβάνουν καθημερινά από τον κόσμο, καταλάβαινες ότι κάτι καλό και ελπιδοφόρο συμβαίνει εκεί.
«Είναι απερίγραπτη η χαρά μας όταν πελάτες μας στέλνουν και μας ζητούν να φτιάξουμε παπούτσια ή μας ευχαριστούν επειδή έμειναν ικανοποιημένοι από τη δουλειά μας. Κάνουμε κάτι με πάρα πολύ όρεξη κι όταν βλέπουμε πως οι δημιουργίες μας έχουν ζήτηση, παίρνουμε ικανοποίηση αλλά και δύναμη για να συνεχίσουμε», αναφέρει ο Ιάσωνας.
Οι στιγμές όμως που τους κάνουν να χαίρονται περισσότερο από ποτέ είναι όταν βλέπουν στο δρόμο ανθρώπους να φορούν τα παπούτσια «The Workshop». Μάλιστα, το φετινό καλοκαίρι είδαν σε μια καφετέρια μια παρέα τριών κοριτσιών που φορούσαν όλες σανδάλια φτιαγμένα από τους ίδιους. «Γινόμαστε κυριολεκτικά μικρά παιδιά μόλις δούμε κάποιον στο δρόμο να τα φοράει. Σκουντάμε ο ένας τον άλλον και λέμε ‘Κοίτα, κοίτα, τι φοράει”». (γέλια)
ΌΡΙΟ ΤΟΥΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Σε κάθε περίπτωση το στενό πλαίσιο της ελληνικής αγοράς με τη μειωμένη καταναλωτική δύναμη, δεν είναι εύκολο να κρατήσει τις καλές και καινοτόμες ιδέες. Για το λόγο αυτό, τα «The Workshop», έχουν ήδη ανοίξει τα φτερά τους για τις πιο ελκυστικές γωνιές της Ευρώπης όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ισπανία, η Γερμανία, η Φινλανδία και η Ρωσία. Ακόμα, σχετική συνεργασία υπάρχει με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τον Καναδά και την Αυστραλία, ενώ, το φετινό καλοκαίρι οι δημιουργοί δέχθηκαν προτάσεις συνεργασίας και την αμερικανική αγορά. Οι ίδιοι μάλιστα στοχεύουν όπως λένε να συνεργαστούν και με καταστήματα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη εφόσον βέβαια γίνουν τα απαραίτητα μικρά και σταθερά βήματα.
«Αναμφισβήτητα η αναγνώριση της δουλειάς μας είναι η καλύτερη ανταμοιβή για εμάς αλλά δε θέλουμε να πέσουμε με τα μούτρα σε αυτές τις προτάσεις και να παραμελήσουμε τους πελάτες της Ελλάδας. Θέλουμε το επόμενο βήμα που θα κάνουμε να είναι σταθερό και να γίνει με πολύ σεβασμό τόσο για τους πελάτες του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού. Θέλουμε να’ ναι πάρα πολύ οργανωμένη η κίνησή μας και να κάνουμε βήμα μόνο προς τα μπρος κι όχι προς τα πίσω», μου λέει ο Βασίλης την ώρα που τα δίδυμα αδέρφια κουνούν συγκαταβατικά το κεφάλι, δείχνοντας πως οι σχετικές συζητήσεις για το πώς θα διαχειριστούν την υφιστάμενη κατάσταση έχουν ήδη γίνει.
Αυτή την περίοδο συνεργάζονται με καταστήματα απ’όλη την Ελλάδα ενώ παράλληλα δέχονται μεμονωμένες παραγγελίες μέσω διαδικτύου από τη χώρα μας αλλά και από άλλες. Βασικό εγχειρίδιο της δουλειάς τους, ήταν και είναι ακόμη τα social media και πιο συγκεκριμένα το facebook όπου οι σελίδα τους έχει περισσότερους από 40.000 ακολούθους. «Το ίντερνετ η αλήθεια είναι πως μας βοήθησε αρκετά αλλά και άλλες επιχειρήσεις πιστεύω ωφελούνται από αυτό διότι είναι γρήγορο και άμεσο. Βλέπει κάποιος τη δουλειά σου, του αρέσει κι επικοινωνεί αμέσως μαζί σου», εξηγεί ο Jason.
«ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ»
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του «The Workshop» είναι πως κατασκευάζονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από τις πρώτες ύλες ως και τη μεταποίηση στο τελικό προϊόν. Αυτό το γεγονός ωστόσο λόγω της παραδοσιακής έλλειψης ανταγωνιστικότητας της χώρας σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία τα καθιστά αυτόματα ευάλωτα έναντι των προϊόντων που έρχονται από πιο αναπτυγμένες οικονομίες ή αυτές με χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Στο ερώτημα αν είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν λιγότερο ποιοτικά αλλά πιο οικονομικά παπούτσια σε μια προσπάθεια να κάνουν πιο ελκυστικό από άποψη τιμής το προϊόν τους , η απάντηση και των τριών δημιουργών είναι κάθετη: «Όταν θέλεις να στηρίξεις την αγορά της χώρας σου, δεν έχεις και πολλές επιλογές. Δε μπορεί δηλαδή το προϊόν σου να είναι τρομερά ανταγωνιστικό, όπως είναι για παράδειγμα κάποιο που έρχεται από την Κίνα. Προσπαθούμε λοιπόν να δίνουμε καλής ποιότητας παπούτσια σε όσο το δυνατόν πιο οικονομικές τιμές. Δεν πρόκειται να το αλλάξουμε αυτό προκειμένου να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί».
Πάντως, το τελικό κόστος της κάθε τους δημιουργίας, είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτονται όταν πρόκειται να φτιάξουν ένα νέο παπούτσι. Με βάση λοιπόν τους υπολογισμούς τους, αποφασίζουν αν θα προχωρήσουν ή όχι στην παραγωγή του εκάστοτε προϊόντος. «Αν ένα ζευγάρι μπότες πρόκειται να έχει τελική τιμή 300 ευρώ, δεν θα το φτιάξουμε διότι δεν θα υπάρχουν αγοραστές. Ακόμη κι αν πρόκειται να βγει ένα πολύ εντυπωσιακό αποτέλεσμα, θα το αποσύρουμε», επισημαίνουν .
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης που την τελευταία επταετία οι επενδύσεις έχουν μειωθεί πάνω από 80% είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό να βλέπει κανείς νέους ανθρώπους να γνωρίζουν μια τέτοια επιτυχία σε τόσο σύντομο χρόνο. Κάπως έτσι, το ερώτημα «ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας σας», βγαίνει από τα χείλη μου σχεδόν αυθόρμητα συνοδευόμενο από ένα ειλικρινές αίσθημα απορίας. Όπως μου είπαν, εκτός από τη σκληρή δουλειά τεράστιο ρόλο παίζει και η μεταξύ τους σχέση, αυτό που κάποιοι χαρακτηρίζουν και ως χημεία, η οποία κάνει τις ώρες εργασίας να κυλούν πιο όμορφα και δημιουργικά. Και πράγματι, συζητώντας μαζί τους στον καναπέ του χώρου υποδοχής, έβλεπα τρεις ανθρώπους πολύ δεμένους κι αγαπημένους μεταξύ τους που ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο.
«Αν δεν είχαμε αυτή τη σχέση μεταξύ μας, δεν ξέρουμε αν θα πετύχαινε όλο αυτό», συνεχίζουν βέβαιοι για τα λεγόμενά τους, σημειώνοντας πως κάθε στιγμή του 24ωρου ο ένας είναι διαθέσιμος για τον άλλον.
Πάντως ακόμα και έτσι, με μια καλή ιδέα και τη χημεία μου φάνηκε ότι κάτι έλλειπε, ικανό για δικαιολογήσει την επιτυχία του εγχειρήματος. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήρθε λίγο αργότερα όταν ο Άλεξ, ο Ιάσωνας και ο Βασίλης μου εξήγησαν ότι μέσα στις προτεραιότητές τους είναι το χτίσιμο και η διατήρηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τον κάθε πελάτη ξεχωριστά. Στόχος τους, όπως λένε, δεν είναι απλά κάποιος να αγοράσει κάτι από αυτούς, αλλά να το φορέσει και να το ευχαριστηθεί.
«Εάν ένας πελάτης δηλαδή δε μείνει ικανοποιημένος με το παπούτσι που πήρε από εμάς, το συζητάμε, κάνουμε μια αλλαγή και θέλουμε μετά να φύγει εκατό τοις εκατό ευχαριστημένος. Το να αγοράσει κανείς ένα προϊόν μας, να μην τον ικανοποιήσει εν τέλει και να μην επικοινωνήσει μαζί μας για να το συζητήσουμε και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, είναι ό,τι χειρότερο για εμάς», αναφέρει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Άλεξ.
Σύμφωνα με τους δημιουργούς, η προσωπική αυτή επαφή που θέλουν να έχουν με τον κάθε ένα ξεχωριστά παίζει μεγάλο ρόλο στο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ψωνίζουν απ’αυτούς το’ χουν ξανακάνει και παλιότερα. Ακόμη και σε περιπτώσεις φθοράς για την οποίες δεν ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι αλλά οι ιδιοκτήτες, έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου το παπούτσι να μπορέσει να φορεθεί ξανά. «Θέλουμε ο κόσμος να καταλάβει ότι είμαστε ένα εργαστήριο κι όχι εργοστάσιο μαζικής παραγωγής που βγάζει εκατομμύρια τυποποιημένα παπούτσια. Όλα γίνονται στο χέρι με πολύ μεράκι και στόχος είναι να μη μείνει κανείς παραπονεμένος», τονίζουν.
«ΜΕ ΣΚΛΗΡΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΝ ΠΟΛΛΑ»
Η ώρα περνούσε ευχάριστα με τους χαμογελαστούς άνδρες που είχαν αστείρευτη όρεξη για δουλειά. Καθ’όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, το τηλέφωνο της επιχείρησης χτυπούσε ασταμάτητα από πελάτες όλων των ηλικιών αναγκάζοντάς με να τους θέσω το πιο αυθόρμητο ερώτημα της συνέντευξης: «Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον των νέων σε μια Ελλάδα που καταρρέει μέρα με τη μέρα σκοτώνοντας τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων;».
Ο κάθε ένας είχε ένα διαφορετικό μήνυμα να περάσει αλλά όλοι συμφωνούσαν σε μια πιο αισιόδοξη- από αυτή τουλάχιστον που είχα- άποψη, πως η σκληρή δουλειά μπορεί τελικά να οδηγήσει κάποιον στο μονοπάτι που πάντα ονειρευόταν.
«Διανύουμε μια εποχή που πολλοί νέοι άνθρωποι στρέφονται προς τα επαγγέλματα που πριν λίγα χρόνια θα σνόμπαραν. Ένας γονιός για παράδειγμα που ήταν αγρότης, παλιότερα θα προέτρεπε το παιδί του να πάει να σπουδάσει και να γίνει επιστήμονας. Πλέον, πολλοί νέοι επιστήμονες επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, γίνονται αγρότες και δεν είναι λίγοι εκείνοι που γνωρίζουν και μεγάλη επιτυχία», αναφέρει ο Άλεξ επισημαίνοντας πως τα επαγγέλματα των παππούδων μας μπορούν να αποφέρουν πολλά τη σήμερον ημέρα, αρκεί να υπάρχει όρεξη για δουλειά.
Ο Βασίλης από την άλλη, έχοντας δουλέψει αρκετά χρόνια στην εταιρία οδοποιίας του πατέρα του αλλά και σε λατομεία στην Αφρική, είναι ίσως ο πιο υπερκινητικός της παρέας. Όπως μου είπε, δεν μπορεί να διανοηθεί πως ένας νέος άνθρωπος χωρίς δουλειά, μπορεί να κάθεται μέσα στο σπίτι ή να περνά το χρόνο του σε καφετέριες συζητώντας πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα.
«Ως λαός έχουμε την τάση να φορτώνουμε όλες τις ευθύνες για τα προβλήματά μας στους άλλους. Σίγουρα η κατάσταση στη χώρα είναι δυσάρεστη αλλά τα νέα παιδιά πρέπει να ψάχνουν τρόπους να φέρνουν έσοδα στο σπίτι. Πιθανότατα στην αρχή δε θα βρουν αυτό που τους αρέσει, αλλά θα κάνουν σίγουρα γνωριμίες που μπορεί να τους φανούν χρήσιμες για την επόμενη δουλειά, στην οποία θα συναντήσουν καινούριους ανθρώπους και πάει λέγοντας. Πιστεύω πως ο άνθρωπος που θέλει πραγματικά να πετύχει, δε σταματιέται με τίποτα. Μπορεί να κάνει αυτό που λέμε «δουλειές του ποδαριού για κάποιο διάστημα όμως στο τέλος θα πετύχει το στόχο του».
Παρόμοια είναι και η άποψη του Ιάσωνα, ο οποίος παραθέτει τη δική του περίπτωση σαν παράδειγμα. Εκείνο που κατά τον ίδιο έχει μεγάλη σημασία, να μην αφήσει κάποιος την απογοήτευση να τον συνεπάρει και να περνά το χρόνο του γκρινιάζοντας. «Πρέπει να είμαστε σε διαρκή κίνηση και να έχουμε τα μα΄τια ανοιχτά για να αρπάξουμε τις ευκαιρίες που έρχονται. Αυτό άλλωστε κάναμε κι εμείς. Μόλις είδαμε πως η δουλειά μας έχει απήχηση, το εκμεταλλευτήκαμε και με αρκετή δουλειά φτάσαμε ως εδώ. Τίποτα δε χαρίζεται», προσθέτει.
Κλείνοντας τη συζήτησή μας, ανέφεραν γι’ακόμη μία φορά πόσο όμορφα νιώθουν με τη δουλειά που κάνουν εκφράζοντας παράλληλα την ευγνωμοσύνη τους στον κόσμο που τους στηρίζει τα τρία αυτά χρόνια της νέας τους προσπάθειας.
«Είμαστε χαρούμενοι με όλο αυτό που συμβαίνει, το οποίο ξεκίνησε σαν χόμπι και τελικά έγινε επάγγελμα. Νιώθουμε την ανάγκη να πούμε ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους όσους μας στήριξαν και μας πιστεύουν. Δεν είναι εύκολη εποχή, ο ανταγωνισμός εκεί έξω είναι πολύ μεγάλος και πραγματικά ευχαριστούμε όλους όσους επέλεξαν εμάς για τα παπούτσια τους», καταλήγουν, πείθοντάς με πως τελικά η χώρα αυτή αξίζει τουλάχιστον μια ακόμα ευκαιρία …
Μπορείτε να δείτε τη δουλειά των παιδιών στη σελίδα τους στο facebook ή να επισκεφθείτε το e-shop τους.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.